- απολειφάδι
- το-ιού, μικρό υπόλειμμα σαπουνιού, αποσάπουνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απολειφάδι — το 1. υπόλειμμα σαπουνιού, αποσάπουνο 2. μικρός, κοντός, καχεκτικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προέρχεται είτε < *απαλειφάδιον < *απαλείφιον (< από * + αλείφιον «αυτό που χρησιμοποιούν οι αλειφτές» είτε < από * + λειφάδιον < λείπω] … Dictionary of Greek
πολειφάδι — το, Ν (διαλ. τ.) το απολειφάδι … Dictionary of Greek